- περιστείχω
- Α1. βαδίζω ολόγυρα, περιέρχομαι («τρὶς περίστειξας κοίλον λόχον», Ομ. Οδ.)2. περιβάλλω, κυκλώνω από παντού, περικυκλώνω (α. «πάντῃ μέ περιστείχουσιν Ἔρωτες», Μελέαγρ.β. «οἷος τὴν σελήνην περιστείχει κύκλος», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + στείχω «βαδίζω, βαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.